διαγράψεις

διαγράψεις
διαγράφω
mark out by lines
aor subj act 2nd sg (epic)
διαγράφω
mark out by lines
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαγράφω — διέγραψα, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος 1. αποδίδω σχηματικά, σχεδιάζω: Πρέπει να διαγράψεις την πορεία σου στο χάρτη πριν ξεκινήσεις ένα τόσο μακρινό ταξίδι. 2. εκθέτω συνοπτικά: Στη συνέλευση διαγράφτηκε η μελλοντική πολιτική της εταιρείας μας. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”